ὄνομα

ὄνομα
ὄνομα, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] ὄνῠμα IG12(2).68.8 (Lesb.), GDI4992a iii 7 ([place name] Crete), SIG1122.8 ([place name] Selinus), Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene) ; [dialect] Lacon. *[full] ἔνυμα prob. in pr. nn.
A

Ἐνυμακρατίδας IG5(1).213.45

, Ἐνυμαντιάδας ib.97.20, 280.2 ; poet. also (metri gr.) [full] οὔνομα (v.infr.), which appears regularly in codd. of Hdt. (along with ὀνομάζω, as 2.50, 4.35, al.), and sts. in other [dialect] Ion. prose authors (v.l. in Hp.Prog.25, etc.), but is prob. not Ionic ; [dialect] Ion. Inscrr. have only ὄνομα, IG7.235.39 ([place name] Oropus), etc.: Hom. has

οὔνομα Od.6.194

, 9.355, Il.3.235,

οὐνόματ' (α) 17.260

,

ὄνομα Od.9.16

, 364, 366, 19.183,

ὄνομ' (α) 4.710

et saep. :—name of a person or thing, in Hom. always of a person, exc.

ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Od.6.194

and in Od.13.248 (v. infr. II) ;

Οὖτις ἐμοί γ' ὄ. 9.366

, cf. 18.5,19.183,247;

Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον 7.54

, cf. 19.409, Hes. Th.144 : in Prose ὄνομα is used abs., by name,

πόλις ὄ. Καιναί X.An. 2.4.28

, etc. : also dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι ib.1.4.11 (v. l.) ;

ὀνόματι λέγειν

by name,

Pl.Ap.21c

;

ἐπ' ὀνόματος δηλοῦσθαι Plb.18.45.4

, etc. ; κατ' ὄνομα by name, Strato Com.1.14, Epigr.Gr.983.4 ([place name] Philae) ; ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ' ὄ. each by his name, 3 Ep.Jo.14.
2 ὄ. τίθεσθαι or θέσθαι τινί give one a name, Od.19.403, 406, 8.554, A.Fr. 6, Ar.Av.810 :—[voice] Pass., ὄ. κεῖταί τινι ib.1291 ; ὄ. ἐστι or κεῖται ἐπί τινι, X.Mem.3.14.2, Cyr.2.2.12 ; so ὄ. φέρειν or ἐπιφέρειν ἐπί τι, Arist. EN1119a33, HA572a11.
3 ὄνομα καλεῖν τινα call one by name,

εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od. 8.550

;

καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄ. X. Oec.7.3

, cf. E.Ion259, 800, Pl.Cra.393e, etc. :—so in [voice] Pass.,

ὄ. δ' ὠνομάζετο Ἕλενος S.Ph.605

, cf. El.694 ;

ὄ. δημοκρατία κέκληται Th.2.37

;

τὸ ἐναντίον ὄ. ἀφροσύνη μετωνόμασται Id.1.122

;

ὄ. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας Id.4.64

;

λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοί Pl.Lg.842e

; but also

ὀνόματί τινα προσαγορεύειν Antipho 6.40

; reversely, ὄνομα καλεῖν τινι give a name to, Pl.Plt.279e, Cra.385d ;

ὄ. καλεῖν ἐπί τινι Id.Prm.147d

;

τύμβῳ δ' ὄ. σῷ κεκλήσεται . . Κυνὸς σῆμα E.Hec.1271

;

τοὔνομα προσηγορεύθη Anaxil.21.3

.
II name, fame,

Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.13.248

;

οὐδὲ θανὼν ὄνομ' ὤλεσας 24.93

; ὄ. ἔχειν or σχεῖν ἀπό τινος, Hdt.1.71, Pl.Hp.Ma.282a ;

τὸ μεγα ὄ. τῶν Ἀθηνῶν Th.7.64

;

τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄ. ὡς . . Id.5.16

;

τοὔνομά τινος μεῖζον ἀφικνεῖται εἰς τὴν πόλιν X.An.6.1.20

;

ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Hp.Ma.281c

;

ὄ. μέγιστον ἔχειν Th.2.64

; ἐν ὀνόματι εἶναι to have a name, to be notable, Str.9.1.23 ;

οἱ ἐν πράγμασιν ἐπ' ὀνόματος γεγονότες Plb.15.35.1

;

παράσιτοι δ' ἐπ' ὀνόματος ἐγένοντο

notably,

Ath.6.240c

; τῶν δι' ὀνόματος παρασίτων ib.241a.
III a name and nothing else, opp. the real person or thing,

ἵνα μηδ' ὄνομ' αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται Od.4.710

;

βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη Theoc. 16.97

; opp. ἔργον, E.Or.454, Hipp.502 ;

περὶ ὄ. μάχεσθαι Lys.33.3

;

ἐκ τῶν ὀ. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέψασθαι D.9.15

; ὀνόματι διαφέρεσθαι dispute about a word, Pl.Euthd.285a, Lg.644a.
2 false name, pretence, pretext, ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας under the pretence . . , Th.4.60 ;

μετ' ὀνομάτων καλῶν Id.5.89

;

χώρα καλῶν ὀ. καὶ προσχημάτων μεστή Pl.R.495c

, cf. Plb.11.5.4.
IV in periphr. phrases, ὄ. τῆς σωτηρίας, = σωτηρία, E.IT905, cf. ὄνομ' ὁμιλίας ἐμῆς (v. l. for ὄμμ') Id.Or.1082 : with the names of persons, periphr. for the person,

ὦ φίλτατον ὄ. Πολυνείκους Id.Ph.1702

.
2 of persons,

ὄχλος ὀνομάτων Act.Ap.1.15

; ἕτερα ὀ. ἀντ' αὐτοῦ . . πέμψαι Wilcken Chr.28.19 (ii A. D.) ; in Accountancy, both of persons and things (cf. Lat. nomen), Hyp.Ath.6, 10 (both pl.), Jahresh.26 Beibl.13 (Ephes., ii A. D., pl.) ; βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄ. charge my account, POxy.126.8 (vi A. D.) ; τὸν τόκον τὸν ὀνόματί μου παραγραφέντα ib.513.22 (ii A. D.) ; in registers of titledeeds, etc., οἰκίας οὐ κειμένης ἐν ὀνόματι τῆς ἀποδομένης not booked under the name of the seller, PLips.3 ii 25 (iii A. D.) ; ὀνόματι ἰδιωτικῆς under the head of private land, PCair.Preis.47.10 (iv A. D.);

δικαιώματα . . ἑκάστῳ ὀνόματι παράκειται BGU113.11

(ii A. D.); in tax-receipts, ἔσχον ὀνόματος Σομτοῦς on account of S., Ostr.Bodl. ii 39 (ii A. D.), cf. PFay.85.7 (iii A. D.), etc.
V phrase, expression, esp. of technical terms,

ὀ. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ X.Ath.1.19

: generally, D.19.187.
VI Gramm., word, opp. ῥῆμα (expression), Pl.Cra.399b, cf. Ap.17c, Smp.198b, 199b, 221e, Isoc.9.9, 11, Arist.Rh.1404b5, Aeschin.3.72, A.D.Synt.12.25, al., Demetr.Eloc.23, al. ; τὸ ἰλλαίνειν ὄ. the word ἰλλαίνειν, Gal.17(1).679.
2 noun, opp. ῥῆμα (verb, predicate), Pl.Tht.168b, Sph.262a, 262b, cf. Arist.Po.1457a10, Int.16a19, al.; as one of five parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.45 ; ὄ. κύριον a proper name, opp. προσηγορικόν, D.T.636.16, A.D.Pron.26.12, al. (so ὄ. alone, Ar.Nu.681 sqq., Diog.Bab.Stoic.3.213) ; also of adjectives, S.E.M.1.222. (Cf. Goth. namo, gen. namins, Lat. nōmen, Skt. nāma.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὄνομα — name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — το, ατος 1. λέξη που δηλώνει άνθρωπο, ζώο, φυτό, πράγμα, ενέργεια, κατάσταση, ιδιότητα. 2. φρ., «Για όνομα του Θεού», όταν αποτρέπουμε κάποιον από κάτι. «Έχω το όνομά μου», την ονομαστική μου γιορτή. «Όνομα και μη χωριό», όταν αποφεύγουμε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • αιγών — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Εύβοιας, που είχε τα ανάκτορά του στην Κάρυστο, και με τον στόλο του έγινε θαλασσοκράτορας στο πέλαγος που ονομάστηκε –σύμφωνα με μια εκδοχή– Αιγαίο, από το όνομά του. Ο βασιλιάς αυτός, που έζησε πριν… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους …   Dictionary of Greek

  • Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του …   Dictionary of Greek

  • Σίρμιον — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κάτω Παννονίας, στην αριστερή όχθη του Σαύου ποταμού, γνωστή και με το όνομα Σέρμιον. Ιδρύθηκε από τους Ταυρίσκους, στη διασταύρωση πολλών εμπορικών δρόμων. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, το Σ., εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”